- λεπτός
- ή, -ό (AM λεπτός, -ή, -όν)1. αυτός που δεν έχει πάχος ή όγκο, φτενός, αραιός στη σύσταση, σε αντιδιαστολή με τον παχύ (α. «λεπτό ύφασμα» β. «λεπτόν τε πέπλον», Ευρ.)2. αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος (α. «μετά τη δίαιτα έγινε πολύ λεπτός» β. «ψῡχος γὰρ ἦν, ἐγὼ δὲ λεπτὴ κἀσθενής», Αριστοφ.)3. κομψός, λυγερός, λεπτοφυής, λεπτοκαμωμένος (α. «λεπτή μέση» β. «δάκτυλος... ἐάν τε παχὺς ἐάν τε λεπτός», Πλάτ.)4. αυτός που αποτελείται από μικρά μόρια, ψιλοκοπανισμένος, ψιλοτριμμένος (α. «λεπτή ζάχαρη» β. «λεπτὴ δ',...ἐπῆν κόνις», Σοφ.)5. άγονος, μη εύφορος, λεπτόγειος6. (για υγρό) αραιός, υδαρής («οἴνου λεπτοῡ καὶ δριμέος», Λουκιαν.)7. οξύς, ευφυής (α. «λεπτή ειρωνεία» β. «λεπτές κρίσεις» γ. εἰ δὲ ἀληθῆ μὲν λεπτὰ δὲ καὶ ἀκριβῆ», Αντιφ.)8. (για ήχο) γλυκύς, απαλός ή σιγανός (α. «με τη λεπτή του τη φωνή την ορφανιά μου ας λέγει», Ζαλοκ.β. «ἀφιᾱσι φωνὴν λεπτὴν καὶ μικρὰν αἱ θήλειαι», Αριστοτ.)νεοελλ.1. (για οσμή) ευχάριστος ή ανεπαίσθητος, όχι έντονος («λεπτό άρωμα»)2. (για τις αισθήσεις) οξύς, ισχυρός, δυνατός («λεπτή ακοή»)3. φρ. «λεπτό γούστο» — ανεπτυγμένη καλαισθησίανεοελλ.-μσν.1. αυτός που προσβάλλεται εύκολα από νόσους, ευπαθής, ασθενικός, ευπρόσβλητος («λεπτός οργανισμός»)2. αυτός που στερείται ανθεκτικτότητας, τρυφερός, εύθραυστος (α. «λεπτό φυτό» β. «λεπτά ποτήρια»)3. διακριτικός, ευγενικός, ανώτερος, αβρός (α. «λεπτά αισθήματα» β. «λεπτό χιούμορ»)4. επεξεργασμένος με δεξιοτεχνία, λεπτοκαμωμένος, καλοδουλεμένοςμσν.1. ήρεμος, ήσυχος, αθόρυβος2. (για λαγκάδι) με αραιή βλάστηση, όχι πυκνοφυτεμένομσν.-αρχ.μικρός στο μέγεθος ή λίγος στην ποσότητα, αμυδρός («λεπτά ίχνη», Ξεν.)αρχ.1. ξεφλουδισμένος, ξελεπιασμένος (ῥίμφα τε λέπτ' ἐγένοντο βοῶν ὑπὸ πόσσ' ἐριμύκων», Ομ. Ιλ.)2. (για χώρο) στενός («λεπτὴ ἀταρπός», Αλκμ.)3. ελαφρός, ευκίνητος («ἐν δ' ὀνείρασιν λεπταῑς ὑπαὶ κώνωπος ἐξηγειρόμην ῥιπαῑσι θωΰσσοντος», Αισχύλ.)4. αυτός που σύγκειται, που αποτελείται από λίγα μέρη5. (για οσμή) αραιός («λεπτότεραι μὲν ύδατος) παχύτεραι δὲ ὀσμαὶ ξύμπασαι γεγόνασιν ἀέρος», Πλάτ.)6. (για πρόσ.) στον πληθ. οἱ λεπτοίοι φτωχοί.επίρρ...λεπτώς και -ά (AM λεπτῶς και λεπτά, Α και λεπτόν)με λεπτό τρόπο, με λεπτότητανεοελλ.με ωραίο τρόπο, με αβρότηταμσν.προσεκτικάμσν.-αρχ.1. με κάθε λεπτομέρεια, με ακρίβεια («λεπτώς και πυκνώς έξετάζειν», Άμφις)2. σε πολύ μικρά τεμάχια3. ήσυχα, σιγαλά («ὅσα τ' ἐν ἄλοκι θαμὰ βῶλον ἀμφιτιττυβίζεθ' ὧδε λεπτὸν ἁδομένᾳ φωνᾷ», Αριστοφ.)αρχ.1. αμυδρά, θαμπά, όχι ευδιάκριτα2. φρ. «λεπτῶς διαιτῶμαι» — είμαι εγκρατής στο φαγητό μου.[ΕΤΥΜΟΛ. < λέπω «ξεφλουδίζω». Η λ. λεπτός είχε μια σημαντική σημασιολογική εξέλιξη. Στην αρχή χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει το αλωνισμένο, αποφλοιωμένο κριθάρι. Στον Όμηρο η λ., με τη σημ. «ψιλός», αποδόθηκε στην τέφρα τών νεκρών, στη σκόνη, σε δέρματα ζώων καθώς και στο εξωτερικό περίβλημα καρπών και φρούτων. Επίσης το επίθ. χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει υφάσματα με τη σημ. τού «ψιλός, στενός» και μάλιστα με αυτήν τη σημ. η λ. μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή με τη μορφή repoto. Χρησιμοποιήθηκε επίσης ως επίθ. στη λ. μῆτις «φρόνηση, σύνεση, ευφυΐα». Το επίθ. εκφράζει πολύ συχνά στην αττική πεζογραφία την έννοια τής πανουργίας, τής ευστροφίας, τής λεπτότητας, τής επιδεξιότητας, τής ακριβολογίας. Τέλος, στη μεταγενέστερη Ελληνική ο πληθ. λεπτοί χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει τους λεπτόσωμους, αδύνατους ανθρώπους (βλ. και λεπτ[ο]-).ΠΑΡ. λεπταίνω, λεπτότητα, λεπτύνωαρχ.λεπτακινός, λεπταλέος, λεπτίζω, λεπτώαρχ.-μσν.λεπτοσύνημσν.λεπτανικός, λέπτη, λεπτινός, λεπτίτιςνεοελλ.λεπτούλης, λεπτούτσικος.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό: βλ. λεπτ[ο]-*). (Β' συνθετικό) ημίλεπτοςαρχ.διάλεπτος, έκλεπτος, επίλεπτος, τριχάλεπτος, υπέρλεπτος, υπόλεπτος].
Dictionary of Greek. 2013.